-
1 ἐν-αυλίζω
ἐν-αυλίζω, darin übernachten, Soph. Phil. 33, Schol. κοιμᾶσϑαι. Gew. im med., νύκτα ἐναυλίζεται Her. 1, 181; ἐν Τανάγρῃ 9, 15; ἐνηυλίσαντο Thuc. 3, 91; Folgde; τινί, an einem Orte, Plut. Sert. 8; Xen. braucht auch ἐναυλισϑῆναι, An. 7, 7, 8. – Übertr., Hippocr. ἐν τῷ στήϑει.
См. также в других словарях:
εναυλίζω — (Α ἐναυλίζω) αυλίζομαι, καταυλίζομαι, παραμένω ιδίως τη νύχτα σ έναν τόπο («οὐδέ νύκτα οὐδείς ἐναυλίζεται ανθρώπων [ἐν τῷ νηῷ]», Ηρόδ.) αρχ. (για αρρώστια) εντοπίζομαι, εδρεύω, εμφωλεύω … Dictionary of Greek